μανταλώνω

μανταλώνω
μανταλώνω, μαντάλωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μανταλώνω — (Α μανδαλῶ, όω, Μ μανταλώνω) [μάνταλο] κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω νεοελλ. περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι …   Dictionary of Greek

  • μανταλώνω — μαντάλωσα, μανταλώθηκα, μανταλωμένος, ασφαλίζω την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο: Φοβόταν τους κλέφτες και έμενε στο σπίτι συνέχεια μανταλωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναζυγώ — ἀναζυγῶ ( όω) (ΑΜ) βγάζω τον σύρτη, ξεμανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα στερ. + ζυγῶ «μανταλώνω, κλείνω»] …   Dictionary of Greek

  • επιζυγώ — ἐπιζυγῶ, όω (AM) κλείνω με ζυγό, μανταλώνω μσν. μέσ. ἐπιζυγοῦμαι ασχολούμαι αρχ. κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζυγόω, ώ (< ζυγός)) …   Dictionary of Greek

  • ζυγωθρίζω — (Α) [ζύγωθρο] 1. ζυγίζω, κρίνω, εξετάζω 2. κλείνω, μανταλώνω …   Dictionary of Greek

  • κλειδαμπαρώνω — ασφαλίζω πολύ καλά τις πόρτες με κλειδί και με αμπάρα, μανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδώνω + αμπαρώνω] …   Dictionary of Greek

  • κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… …   Dictionary of Greek

  • μανδαλώ — μανδαλῶ, όω (Α) βλ. μανταλώνω …   Dictionary of Greek

  • μαντάλωμα — το [μανταλώνω] το κλείσιμο πόρτας ή παραθύρου με μάνταλο, με αμπάρα, με σύρτη, αμπάρωμα …   Dictionary of Greek

  • μανταλωμός — ο [μανταλώνω] το μαντάλωμα, αμπάρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”